ἔνστασιν

ἔνστασιν
ἔνστασις
origin
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιλαγχάνω — ἀντιλαγχάνω (AM) μσν. υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ ένστασιν» αρχ. 1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης 2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”